- φλέγονται
- φλέγωburnpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
φλέγονθ' — φλέγοντα , φλέγω burn pres part act neut nom/voc/acc pl φλέγοντα , φλέγω burn pres part act masc acc sg φλέγοντι , φλέγω burn pres part act masc/neut dat sg φλέγοντι , φλέγω burn pres ind act 3rd pl (doric) φλέγοντε , φλέγω burn pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέγοντ' — φλέγοντα , φλέγω burn pres part act neut nom/voc/acc pl φλέγοντα , φλέγω burn pres part act masc acc sg φλέγοντι , φλέγω burn pres part act masc/neut dat sg φλέγοντι , φλέγω burn pres ind act 3rd pl (doric) φλέγοντε , φλέγω burn pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)